τυροκομείο

τυροκομείο
το
το εργαστήριο του τυροκόμου, όπου παρασκευάζεται και διατηρείται το τυρί, το τυράδικο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τυροκομείο — το, ΝΑ [τυροκομῶ] νεοελλ. το εργαστήριο τού τυροκόμου αρχ. 1. αγγείο ή μικρό καλάθι για τη φύλαξη τού νωπού τυριού 2. (κατά τον Ησύχ.) «τάλαρος, ἐν ᾧ ὁ τυρὸς ἐπιμελείας τυγχάνει» …   Dictionary of Greek

  • -κόμος — ο, η, θηλ. και α (ΑM κόμος) β συνθετικό πολλών συνθέτων τής Αρχαίας και Νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. κομῶ, έω «περιποιούμαι, φροντίζω», που απαντά μόνο στην Αρχαία Ελληνική. Όλα αυτά τα σύνθετα είναι παροξύτονα σε αντιδιαστολή με… …   Dictionary of Greek

  • μπάτζος — ο τυροκόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρουμ. baciu (πρβλ. σερβ. batch, βουλγ. batchiya «στάνη, τυροκομείο»)] …   Dictionary of Greek

  • τυροψύκτης — ὁ, Μ 1. μέρος όπου ψύχεται και ξηραίνεται το τυρί 2. (γενικά) τυροκομείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + ψύκτης (< ψύχω) πρβλ. κατα ψύκτης] …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Λαογραφικό Σαρακατσάνων (Σέρρες) — Το μουσείο στεγάζεται από το 1998 σε ένα νεόδμητο κτίριο ειδικά χτισμένο γι’ αυτό τον σκοπό με την ενίσχυση του Υπουργείου Πολιτισμού. Μέσω των προσεκτικά επιλεγμένων και με σύγχρονο τρόπο παρουσιασμένων αντικειμένων μπορεί ο επισκέπτης να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”